Ένας εργαζόμενος, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του από την επιχείρηση που εργάζεται (απόλυση) και εφόσον έχει συμπληρώσει το κατώτερο χρονικό διάστημα που θέτει η εργατική νομοθεσία συνεχείς εργασιακής σχέσης (σήμερα ένα έτος) σε μια επιχείρηση, δικαιούται Αποζημίωση Απόλυσης.
Το (κατώτερο) ποσό της αποζημίωσης απόλυσης προκύπτει από σχετικούς πίνακες τους εργατικής νομοθεσίας και έχει να κάνει με τα έτη (συνεχούς) απασχόλησης του εργαζόμενου στην επιχείρηση που τον απολύει.
Πλέον, όλο και πιο συχνά συναντάμε επιχειρήσεις οι οποίες καταβάλλουν ως αποζημίωση απόλυσης, ποσά μεγαλύτερα του ποσού που προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις.
Στις περιπτώσεις αυτές τίθεται το ερώτημα, αν το υπερβάλλον ποσό θα θεωρηθεί εκπιπτόμενη δαπάνη και θα αφαιρεθεί από τα φορολογικά κέρδη της επιχείρησης.
Σύμφωνα με την Εγκύκλιο 2212/12-11-2021, της ΑΑΔΕ, « Συνεπώς στην έννοια της αποζημίωσης που φορολογείται με το ειδικό καθεστώς της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 15 του ΚΦΕ εντάσσεται και η αποζημίωση που παρέχεται οικειοθελώς από τον εργοδότη για την κατόπιν συμφωνίας με τον μισθωτό λύση και κατάργηση της σύμβασης εργασίας, εφόσον καταβάλλεται εφάπαξ και εξαιτίας της διακοπής της σχέσεως εργασίας».
Σχετική αναφορά θα βρούμε παλαιότερα και στην ΠΟΛ.1005/14.1.2005 .
“20. Τα ποσά των αποζημιώσεων που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις στους δικαιούχους με βάση (α) το ν. 2112/1920, (β) το Αρθρο 1 του Β.Δ. 16/18 Ιουλίου 1920 και (γ) το Αρθρο 94 του Ν.Δ. 3026/1954, αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων ολόκληρο το ποσό τους, έστω και αν καταβάλλεται ποσό μεγαλύτερο από αυτό που προβλέπουν οι ισχύουσες διατάξεις, καθόσον το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων αυτών φορολογείται στο όνομα του δικαιούχου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του Άρθρου 14 του ν. 2238/1994 και περαιτέρω, καταβάλλεται σε αυτόν για τις υπηρεσίες που προσέφερε στην επιχείρηση, όπως προβλέπεται και από τη νέα διάταξη της παραγράφου 16 του Αρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.”
Επίσης, σχετική αναφορά θα βρούμε και στην Απόφαση του ΣτΕ 4118/1997 (σκέψη 17), “Επειδή, το διοικητικό εφετείο αναγνώρισε προς έκπτωση γ) δαπάνη δρχ., σχετική με κονδύλιο που καταβλήθηκε σε απολυθέντες υπαλλήλους της αναιρεσίβλητης, επί πλέον της νόμιμης αποζημίωσης, με τη σκέψη ότι οι δαπάνες αυτές είναι παραγωγικές, διότι δημιουργούν κίνητρο για μεγαλύτερη αποδοτικότητα στο προσωπικό της αναιρεσίβλητης και συμβάλλουν με αυτό τον τρόπο στην καλύτερη απόδοσή της. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, διότι, υπό τα βεβαιούμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση περιστατικά, οι εν λόγω δαπάνες ήταν πράγματι παραγωγικές κατά το νόμο, ο περί του αντιθέτου δε λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (βλ. ΣτΕ 1611/1983, ΣτΕ 792/1988, ΣτΕ 3735/1988 κ.ά.)».
Τέλος σχετική απόφαση καταγράφεται στην ΔΕΔ 1150 του 2018.
Συμπερασματικά θα καταλήξουμε ότι η επιπλέων καταβαλλόμενη αποζημίωση απόλυσης εργαζόμενου, πέραν της κατώτερης νόμιμης, αναγνωρίζει ως πλήρως παραγωγική και εκπιπτόμενη δαπάνη.
Το παρόν άρθρο αποτελεί προσωπική αρθρογραφία του Γιώργου Αλεξίου, Διαχειριστή της ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ – Γ. ΑΛΕΞΙΟΥ Μ. ΕΠΕ, το οποίο δεν δύναται να υποκαταστήσει εξειδικευμένες Λογιστικές, Φορολογικές, Εργατικές, Συμβουλευτικές, κλπ. υπηρεσίες.